- ὑφισταμένου
- ὑφίστημιplacepres part mp masc/neut gen sgὑφιστᾱμένου , ὑφιστάωpres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… … Dictionary of Greek
προεδρικός — ή, ό / προεδρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόεδρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο (α. «προεδρικό μέγαρο» μέγαρο όπου στεγάζεται ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας και το προσωπικό τής προεδρίας β. «γραφάς παρανόμων... καὶ προεδρικὴν καὶ ἐπιστατικήν»,… … Dictionary of Greek
προνουντσιαμέντο — το, Ν (ιδίως στην Ισπανία και στις χώρες τής Λατ. Αμερικής) δυναμική επέμβαση τού στρατού που γίνεται γνωστή με διάγγελμα και έχει σκοπό την ανατροπή τού υφιστάμενου πολιτικού καθεστώτος ή τών κυβερνώντων ή, σπανιότερα, την υπεράσπισή τους.… … Dictionary of Greek
συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… … Dictionary of Greek
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
ρεβιζιονισμός (αναθεωρητισμός) — Χαρακτηρισμός των πρακτικών προσπαθειών ή των ιδεολογικών τάσεων που αποβλέπουν στην τροποποίηση (αναθεώρηση) ή στην κατάργηση των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών· με την αυστηρότερη έννοιά του, ο όρος προϋποθέτει την… … Dictionary of Greek
Τριπλή Συμμαχία — Η συμφωνία, που υπέγραψαν στις 20 Μαΐου 1882 η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, τμήμα του πυκνού δικτύου συμμαχιών, που οργάνωσε ο Βίσμαρκ, για να διατηρήσει στην Ευρώπη το status quo που δημιουργήθηκε μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του… … Dictionary of Greek